τηλέφωνο

τηλέφωνο
το
ειδική συσκευή που μεταβιβάζει με ηλεκτρικά μέσα τη φωνή σε μακρινές αποστάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνικός — ή, ό, Ν τηλεπ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή») 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»). επίρρ... τηλεφωνικώς και… …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνώ — έω, Ν 1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο 2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • ξανακαλώ — 1. προσκαλώ κάποιον ξανά 2. παίρνω πάλι τηλέφωνο, καλώ πάλι τον ίδιο αριθμό στο τηλέφωνο …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλέφωνο — το, Ν ασύρματο τηλέφωνο που λειτουργεί με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ, radiotelephone (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλέφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ — (Alexander Graham Bell, Εδιμβούργο 1847 – Μπάντεκ, Νέα Σκοτία 1922). Αμερικανός επιστήμονας. Είναι γνωστός κυρίως για τις τελειοποιήσεις που επέφερε στο τηλέφωνο, η εφεύρεση του οποίου του είχε αποδοθεί για μια ορισμένη περίοδο. Στον Μ. πράγματι …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τηλεφωνία ή το τηλέφωνο: Τηλεφωνική εγκατάσταση. 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο: Τηλεφωνική συνδιάλεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλεφωνώ — τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα 1. επικοινωνώ με το τηλέφωνο. 2. πληροφορώ με το τηλέφωνο: Τηλεφώνησέ μου τα νεότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Mobile phone terms across the world — The following is a list of mobile phone terms used around the world. Mobile phones are known as: * cellulair , mobile or telefon in Lebanon. * cell phones or cell in Canada, India, Pakistan, the Philippines, South Africa, and the United States. * …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”